- ηπατική ανεπάρκεια
- Το απειλητικό για τη ζωή τελευταίο στάδιο βαριάς πάθησης του ήπατος, κατά το οποίο μπορεί να χρειαστεί ο ασθενής να καταφύγει σε μεταμόσχευση ήπατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
ηπαταργία — η ιατρ. οξεία κάμψη τών ηπατικών λειτουργιών, ηπατική ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + αργία] … Dictionary of Greek
ηπατικός — ή, ό (AM ἡπατικός, ή, όν) [ήπαρ] 1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες») 2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.) 3. αυτός που υποφέρει από πάθηση τού ήπατος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικά κλάση φυτών… … Dictionary of Greek
υποπροαξελεριναιμία — η, Ν ιατρ. μείωση τού παράγοντα V τής πήξης τού αίματος, δηλαδή τής προαξελερίνης, η οποία παρατηρείται, κυρίως, σε βαριά ηπατική ανεπάρκεια και προκαλεί αιμορραγικό σύνδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hypoproaccelerinemia] … Dictionary of Greek
ακετοναιμία ή οξοναιμία — Πάθηση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Παρατηρείται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (σακχαρώδης διαβήτης, ασιτία, τοξιναιμία της κύησης κ.ά.) και αποτελεί το κύριο αίτιο των ακετοναιμικών εμετών των βρεφών και των παιδιών.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek